βελονιά — η 1. η απόσταση ανάμεσα σε δύο τρυπήματα που γίνονται με βελόνα: Έραψε το ρούχο του με βελονιές που φαίνονταν. 2. το είδος της βελονιάς που χρησιμοποιείται στο κέντημα: Αυτό το σεντόνι είναι κεντημένο με σταυρωτή βελονιά. 3. το τρύπημα με βελόνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μουσείο, Λαογραφικό Καρυάς Μαρία Κουτσοχέρω — Στο Λαογραφικό Μουσείο της ορεινής Καρυάς της Λευκάδας, εκτός από αντικείμενα που λίγο πολύ μπορείτε να δείτε σε πολλά λαογραφικά μουσεία της Ελλάδας, όπως ξύλινα γεωργικά εργαλεία, σύνεργα επεξεργασίας μαλλιού, αργαλειό και αντικείμενα… … Dictionary of Greek
βελόνα — Μικρό νησί του νοτιοδυτικού Αιγαίου. Βρίσκεται ανάμεσα στη Λέρο και στην Κάλυμνο. * * * η (AM βελόνη) 1. λεπτό μετάλλινο όργανο ραφής με αιχμηρή άκρη και τρύπα στο πλατύτερο μέρος του για να περνάει η κλωστή 2. η λεπτή αιχμή οποιουδήποτε… … Dictionary of Greek
βελόνι — το (Μ βελόνι[ν]) μικρή βελόνα για ράψιμο νεοελλ. 1. ο δείκτης της μαγνητικής πυξίδας 2. ονομασία ψαριού με επίμηκες σώμα, λεπτό και οξύ ρύγχος 3. φρ. α) «κάθεται στα βελόνια» είναι πολύ ανήσυχος 6) «θα χάσει η Πόλη γάιδαρο κι η Βενετιά βελόνι»… … Dictionary of Greek
κεντέα — κεντέα, ἡ (Μ) βελονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεντῶ + κατάλ. έα (πρβλ. κεφαλαρ έα, φωλ έα)] … Dictionary of Greek
κεντηματιά — η 1. κέντηση, νύξη 2. η βελονιά τού κεντήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντημα, τος + κατάλ. ιά (πρβλ. δαγκωματ ιά, ζαρωματ ιά)] … Dictionary of Greek
κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… … Dictionary of Greek
πατητός — ή, ό / πατητός, ή, όν, ΝΜΑ [πατώ] νεοελλ. 1. πατημένος, συμπιεσμένος, ζουληγμένος («πατητά σύκα») 2. το θηλ. ως ουσ. πατητή (ενν. βελονιά) τρόπος αραιάς ραφής, κατά τον οποίο η πλευρά ενός κομματιού υφάσματος τοποθετείται πάνω στην πλευρά άλλου… … Dictionary of Greek
ριζοβελονιά — η, Ν είδος πυκνής συμμετρικής βελονιάς κεντήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρίζα + βελονιά] … Dictionary of Greek
ρόδο — το / ῥόδον, ΝΜΑ και αιολ. τ. βρόδον, Α το άνθος τής ροδής, το τριαντάφυλλο (α. «ο Απρίλης με τα λουλούδια κι ο Μάης με τα ρόδα» β. «φύεται αὐτόματα ρόδα», Ηρόδ. γ. «οὔτε γὰρ ἐκ σκίλλης ῥόδα φύεται οὐδ ὑάκινθος», Θέογν.) νεοελλ. φρ. α) «ρόδο τής… … Dictionary of Greek